- σαλευόμενος
- σαλεύωcause to rockpres part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σαλευομένως — Α επίρρ. 1. με αστάθεια, με σάλευμα 2. (κατ επέκτ.) με αμφιβολία, χωρίς βεβαιότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαλευόμενος, μτχ. τού σαλεύομαι + επιρρμ. κατάλ. ως] … Dictionary of Greek